- διαψεύδομαι
- διαψεύδομαι, διαψεύστηκα, διαψευσμένος βλ. πίν. 129
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
διαψεύδομαι — διαψεύδω deceive pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλληλοδιαψεύδομαι — διαψεύδομαι από κάποιον και διαψεύδω όμοια αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + διαψεύδω ( ομαι)] … Dictionary of Greek
αποβαίνω — (AM ἀποβαίνω) 1. καταλήγω, καταντῶ 2. καθίσταμαι, γίνομαι, αποδεικνύομαι αρχ. 1. αποβιβάζομαι 2. φεύγω, αναχωρῶ 3. (για πρόσωπα) καταντῶ, γίνομαι 4. (για ελπίδες) αποτυγχάνω, διαψεύδομαι 5. επιτυγχάνω 6. πραγματοποιοῡμαι, επαληθεύω 7. (μτβ.)… … Dictionary of Greek
αποσφάλλω — ἀποσφάλλω (Α) 1. βγάζω κάποιον απ τον σωστό δρόμο 2. χάνω το βήμα μου 3. ( ομαι) αποτυγχάνω, διαψεύδομαι … Dictionary of Greek
αποψεύδομαι — ἀποψεύδομαι (Α) 1. επινοώ κάτι εντελώς ψευδές 2. παθ. διαψεύδομαι σε κάτι … Dictionary of Greek
φταίω — πταίω, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πταίω και διαλ. τ. φταίγω Ν υποπίπτω σε σφάλμα, κάνω λάθος, σφάλλω (α. «έφταιξε και πρέπει να πληρώσει» β. «ἐὰν πταίσωσί τι», Φιλήμ.) νεοελλ. είμαι ένοχος, υπαίτιος για κάτι, ευθύνομαι για κάτι («αυτός φταίει για το κακό … Dictionary of Greek
ψεύδομαι — ΝΜΑ, και μτγν. τ. ενεργ. ψεύδω Α 1. παραποιώ την αλήθεια, αναφέρω ανυπόστατα πράγματα, λέω ψέματα (α. «πάντοτε την αλήθειαν ομιλούντες πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους», Καβάφ. β. «καὶ πίστευσον, οὐ ψεύδομαι, μεγάλως ἀληθεύω», Πρόδρ. γ. «οὐ… … Dictionary of Greek